- πορτιέρης
- ο, θηλ. πορτιέρισσα, Νθυρωρός, φύλακας τής πόρτας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portiere < porta].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορτιέρης — ο θυρωρός, αλλ. πορτάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
καπιτζής — καπιτζής, ὁ (Μ) πορτιέρης τής οθωμανικής Αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapici] … Dictionary of Greek
πορτοφύλακας — ο, Ν πορτιέρης, θυρωρός … Dictionary of Greek